συμβολαιογράφος

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβολαιογράφος Medium diacritics: συμβολαιογράφος Low diacritics: συμβολαιογράφος Capitals: ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: symbolaiográphos Transliteration B: symbolaiographos Transliteration C: symvolaiografos Beta Code: sumbolaiogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A notary, MAMA3.460 (Corycus), PThead. 10.22 (iv A.D.), Hsch., Cod.Just.4.21.16.1.

German (Pape)

[Seite 978] Vergleiche, Verträge, Contracte schreibend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

συμβολαιογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ γράφων συμβόλαια, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8855· «συμβολαιογράφος· ὁ τὰ συμβόλαια γράφων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΜΑ
νεοελλ.
άμισθος δημόσιος λειτουργός εντεταλμένος με τη σύνταξη και φύλαξη δημόσιων εγγράφων
μσν.-αρχ.
δικαστικός υπάλληλος ο οποίος είναι αρμόδιος για τη σύνταξη τών συμβολαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβόλαιο(ν) + -γράφος].

Greek Monolingual

ο, η, ΝΜΑ
νεοελλ.
άμισθος δημόσιος λειτουργός εντεταλμένος με τη σύνταξη και φύλαξη δημόσιων εγγράφων
μσν.-αρχ.
δικαστικός υπάλληλος ο οποίος είναι αρμόδιος για τη σύνταξη τών συμβολαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβόλαιο(ν) + -γράφος].