φιλοδοξία

From LSJ
Revision as of 02:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοδοξία Medium diacritics: φιλοδοξία Low diacritics: φιλοδοξία Capitals: ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ
Transliteration A: philodoxía Transliteration B: philodoxia Transliteration C: filodoksia Beta Code: filodoci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A love of fame or glory, SIG577.3 (Milet., iii/ii B. C.), Plb.3.104.1, 24.9.8; in bad sense, concern for one's reputation, Phld.Rh.1.139 S., al., Ph.2.5, al., Gal.15.450: pl., Plu.2.1050d.

German (Pape)

[Seite 1279] ἡ, Ruhmliebe, Ehrliebe, Ehrsucht, Ehrbegierde, Pol. 26, 2,8.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοδοξία: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὴν δόξαν ἢ τιμήν, Πολύβ. 3. 104, 1., 26. 2, 8· ― ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 1050D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour de la gloire, recherche de la renommée.
Étymologie: φιλόδοξος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλόδοξος
η ιδιότητα του φιλόδοξου, ζωηρή επιθυμία για ανάδειξη και επικράτηση, για πρόσκτηση δόξας
νεοελλ.
1. ευγενική επιθυμία για την επιτέλεση ενός έργου, για την πραγμάτωση ενός υψηλού στόχου («έχει την φιλοδοξία να διαδώσει τα οικολογικά μηνύματα στην πατρίδα του»)
2. (με αρνητική σημ.) μεγαλομανία.

Greek Monotonic

φῐλοδοξία: ἡ, αγάπη για τιμές ή δόξα, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοδοξία: ἡ тж. pl. славолюбие, честолюбие Polyb., Plut.

Middle Liddell

φῐλοδοξία, ἡ,
love of honour or glory, Polyb. [from φῐλόδοξος]