ἀνέλεος

From LSJ
Revision as of 13:05, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέλεος Medium diacritics: ἀνέλεος Low diacritics: ανέλεος Capitals: ΑΝΕΛΕΟΣ
Transliteration A: anéleos Transliteration B: aneleos Transliteration C: aneleos Beta Code: a)ne/leos

English (LSJ)

ον,

   A unmerciful, Ep.Jac.2.13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέλεος: -ον, ὁ ἄνευ ἐλέους, Ἐπιστ. Ἰακώβ. βϳ, 13 Lachm (κοινῶς ἀνίλεως).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans pitié, sans compassion.
Étymologie: ἀ, ἔλεος.

Spanish (DGE)

-ον
inmisericorde, implacable ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος pues el juicio (será) implacable para quien no tuvo misericordia, Ep.Iac.2.13.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέλεος, -ον)
χωρίς οίκτο, ανηλεής, σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έλεος. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Ευγένιο Βούλγαρι].

Greek Monotonic

ἀνέλεος: -ον, ανελέητος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀνέλεος: NT = ἀνελεήμων.

Middle Liddell

unmerciful, NTest.

Chinese

原文音譯:¢n⋯lewj 安-衣累哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-慈祥的
字義溯源:無情的,無仁慈的,無憐憫的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἵλεως)*=歡愉的)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 無憐憫的(1) 雅2:13