ἀνάκυρτος

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάκυρτος Medium diacritics: ἀνάκυρτος Low diacritics: ανάκυρτος Capitals: ΑΝΑΚΥΡΤΟΣ
Transliteration A: anákyrtos Transliteration B: anakyrtos Transliteration C: anakyrtos Beta Code: a)na/kurtos

English (LSJ)

ον,

   A curved upwards or backwards, Gloss.

German (Pape)

[Seite 194] aufwärts gebogen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάκυρτος: -ον, ὁ κεκαμμένος πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ ὀπίσω, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνάκυρτος, -ον)
ο κυρτωμένος προς τα επάνω ή προς τα πίσω, καμπουρωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + -κυρτός < κυρτός.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακυρτώνω].