ἀρρώστημα

From LSJ
Revision as of 17:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρώστημα Medium diacritics: ἀρρώστημα Low diacritics: αρρώστημα Capitals: ΑΡΡΩΣΤΗΜΑ
Transliteration A: arrṓstēma Transliteration B: arrōstēma Transliteration C: arrostima Beta Code: a)rrw/sthma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A illness, sickness, Hp.Flat.9, D.2.21, 26.26, Arist.PA671b9: pl., of epidemics, SIG943.6 (Cos, iii B.C.).    2 moral infirmity, Plu.Nic.28.    3 Stoic, = νόσημα (of σῶμα or ψυχή) μετ' ἀσθενείας συμβαῖνον, Stoic.3.103, cf. Chrysipp.ib.121.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρώστημα: τό, ἀσθένεια, ἀρρωστία, νόσος, Ἱππ. 298. 40, Δημ. 24. 5, πρβλ. 808. 14. 2) ἠθικὴ ἀδυναμία, Πλουτ. Νικ. 28· ― ὡς Στωϊκὸς ὅρος, ἡ ἀτέλεια πάντων πλὴν τῶν φιλοσόφων, Κικ. Tusc. 4. 10.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 faiblesse, maladie;
2 infirmité morale.
Étymologie: ἀρρωστέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 enfermedad τῶν δ' ἄλλων ἀρρωστημάτων Hp.Flat.9, ἐπὰν δ' ἀρρώστημά τι συμβῇ D.2.21, cf. Hyp.Ath.15, τὰ μὲν γὰρ ἐν τοῖς σώμασιν ἀρρωστήματα D.26.26, τὰ πλεῖστα δὲ ἅπασιν ἀρρωστήματ' ἐκ λύπης σχεδόν ἐστιν Men.Asp.337, ἔστι γὰρ καὶ τῷ σώματι ἀσθενέσ[τερος] διὰ τὸ ἐν ἀρρωστήματι εἶναι PCair.Zen.42.5 (III a.C.), τὸ γὰρ ἀρρώστημά ἐστι νόσημα μετ' ἀσθενείας D.L.7.115, cf. Aristaenet.1.13.16, D.C.77.15.3, Orib.4.8.18, Iambl.VP 164.
2 debilidad moral, vicio μικρολογίαν τινὰ καὶ πλεονεξίαν κατεγνωκότες, ἀρρώστημα πατρῷον Plu.Nic.28, τῶν δὲ τῆς ψυχῆς ἀρρωστημάτων Plu.2.7d, Ph.1.631, δεκαρχιῶν καὶ ὀλιγαρχιῶν καὶ τίνων ἄλλων τοιούτων ἀρρωστημάτων D.Chr.36.31, τὰ τῆς πόλεως ἀρρωστήματα D.Chr.32.7.

Greek Monolingual

ἀρρώστημα, το (AM) αρρωστώ
1. η ασθένεια, η αρρώστια
2. η ηθική αδυναμία, το ελάττωμα.

Greek Monotonic

ἀρρώστημα: -ατος, τό,
1. ασθένεια, αρρώστια, σε Δημ.
2. ηθική αδυναμία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρώστημα: ατος τό
1) немощь, недуг (ἐν σώματι Dem.; θανάσιμον Arst.; τῆς ψυχῆς Plut.);
2) нравственный недуг, порок (πατρῷον Plut.).

Middle Liddell

[from ἀρρωστέω
1. an illness, a sickness, Dem.
2. a moral infirmity, Plut.