ἐκναρκάω
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
A become quite torpid or sluggish, Plu.Cor.31.
German (Pape)
[Seite 769] gänzlich erstarren, Plut. Cor. 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκναρκάω: ἀποναρκοῦμαι, τοῖς ἐκνεναρκηκόσι κομιδῇ καὶ παραλελυμένοις σώμασιν ὁμοίως διέκειτο Πλουτ. Κορ. 31.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être profondément engourdi.
Étymologie: ἐκ, ναρκάω.
Spanish (DGE)
entumecerse, entorpecerse ἐκνεναρκηκότα ... σώματα Plu.Cor.31.
Greek Monotonic
ἐκναρκάω: μέλ. -ήσω, ναρκώνομαι, μουδιάζω εντελώς, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκναρκάω: цепенеть (τὰ ἐκνεναρκηκότα σώματα Plut.).