ἐπιλήψιμος

From LSJ
Revision as of 08:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλήψιμος Medium diacritics: ἐπιλήψιμος Low diacritics: επιλήψιμος Capitals: ΕΠΙΛΗΨΙΜΟΣ
Transliteration A: epilḗpsimos Transliteration B: epilēpsimos Transliteration C: epilipsimos Beta Code: e)pilh/yimos

English (LSJ)

ον,

   A reprehensible, Luc.Rh.Pr.22, Philostr.VA4.42, Max.Tyr.24.6, Hermog. Inv.4.13.    II. liable to seizure, Polem.Call.34.

German (Pape)

[Seite 958] den man fassen, bes. tadeln Kann, Luc. rhet. praec. 22 Navig. 41 u. a. Sp. – In B. A. 255 wird erkl. ἐπιληπτόν, τὸν ἐπιλήψιμον τῷ τῆς σελήνης πάθει.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλήψιμος: -ον, ἀξιόμεμπτος, ἐπιλήψιμος ὡς καὶ νῦν, ἀντίθ. τῷ ἀνεπίληπτος, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 22, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
repréhensible.
Étymologie: ἐπίληψις.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπιλήψιμος, -ον) επίληψις
αυτός που δίνει αφορμή να κατηγορηθεί («επιλήψιμη διαγωγή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επιλήψιμο
επίμεπτη συμπεριφορά
αρχ.
αυτός που μπορεί να πιαστεί.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλήψιμος: достойный порицания Luc.