ὄναγρος

From LSJ
Revision as of 04:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄναγρος Medium diacritics: ὄναγρος Low diacritics: όναγρος Capitals: ΟΝΑΓΡΟΣ
Transliteration A: ónagros Transliteration B: onagros Transliteration C: onagros Beta Code: o)/nagros

English (LSJ)

ὁ,

   A = ὄνος ἄγριος, the wild ass, LXXPs.103(104).11, Str.7.4.8, Babr.67.1, Artem.4.56 ; θῆλυς ὄ. Opp.C.3.216 ; title of the Greek original of Plautus' Asinaria, Prolog.10 (v.l. Onagos).    II a kind of catapult, = μονάγκων, Procop.Goth.1.21, Lyd.Mag.1.46, Amm. Marc.23.4.7.

German (Pape)

[Seite 344] ὁ, d. i. ὄνος ἄγριος, der wilde Esel, Waldesel, Sp. für ὄνος ἄγριος. – Auch eine Wurfmaschine, die sonst auch μονάγκων heißt, Suid. Vgl. Lob. Phryn. 382.

Greek (Liddell-Scott)

ὄναγρος: ὁ, = ὄνος ἄγριος, Στράβ. 312, Βάβρ. 67. 1. ΙΙ. μηχανή τις ἐπιτηδεία εἰς βολάς, Προκόπ., «ὄναγροι μηχανήματα, οἱ λεγόμενοι ἅρπαγες, οἵ γε ἁρπάζειν τοὺς προσιόντας ἐπιβαλλόμενοι εἶχον» Σουΐδ., Ἀμμιανὸς Μαρκελλῖνος 34. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
âne sauvage, onagre, animal.
Étymologie: ὄνος, ἄγριος.

Greek Monotonic

ὄναγρος: ὁ, = ὄνος ἄγριος, γάιδαρος που ζει σε άγρια κατάσταση, σε Στράβ., Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

ὄναγρος: ὁ дикий осел, онагр Babr.

Middle Liddell

ὄν-αγρος, ὁ, = ὄνος ἄγριος
the wild ass, Strab., Babr.