συγκερασμός
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
ὁ,
A mixing, tempering, Gloss.
German (Pape)
[Seite 967] ὁ, das Vermischen, Mildern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκερασμός: ὁ, σύγκρασις, μῖξις, μετρίασις, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ συγκεράννυμι
1.(κυριολ. και μτφ.) ανάμιξη, ανακάτεμα (α. «συγκερασμός του οίνου» β. «συγκερασμός αντιλήψεων»)
2. μετριασμός, περιστολή
νεοελλ.
μουσ. η ρύθμιση μιας ηχητικής πηγής, όπως είναι η φωνή ή μια χορδή, έτσι ώστε να παραχθεί το επιδιωκόμενο τονικό ύψος σε αναλογία προς ένα δεδομένο τονικό ύψος.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ συγκεράννυμι
1.(κυριολ. και μτφ.) ανάμιξη, ανακάτεμα (α. «συγκερασμός του οίνου» β. «συγκερασμός αντιλήψεων»)
2. μετριασμός, περιστολή
νεοελλ.
μουσ. η ρύθμιση μιας ηχητικής πηγής, όπως είναι η φωνή ή μια χορδή, έτσι ώστε να παραχθεί το επιδιωκόμενο τονικό ύψος σε αναλογία προς ένα δεδομένο τονικό ύψος.