συγκερασμός

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκερασμός Medium diacritics: συγκερασμός Low diacritics: συγκερασμός Capitals: ΣΥΓΚΕΡΑΣΜΟΣ
Transliteration A: synkerasmós Transliteration B: synkerasmos Transliteration C: sygkerasmos Beta Code: sugkerasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A mixing, tempering, Gloss.

German (Pape)

[Seite 967] ὁ, das Vermischen, Mildern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκερασμός: ὁ, σύγκρασις, μῖξις, μετρίασις, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ συγκεράννυμι
1.(κυριολ. και μτφ.) ανάμιξη, ανακάτεμα (α. «συγκερασμός του οίνου» β. «συγκερασμός αντιλήψεων»)
2. μετριασμός, περιστολή
νεοελλ.
μουσ. η ρύθμιση μιας ηχητικής πηγής, όπως είναι η φωνή ή μια χορδή, έτσι ώστε να παραχθεί το επιδιωκόμενο τονικό ύψος σε αναλογία προς ένα δεδομένο τονικό ύψος.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ συγκεράννυμι
1.(κυριολ. και μτφ.) ανάμιξη, ανακάτεμα (α. «συγκερασμός του οίνου» β. «συγκερασμός αντιλήψεων»)
2. μετριασμός, περιστολή
νεοελλ.
μουσ. η ρύθμιση μιας ηχητικής πηγής, όπως είναι η φωνή ή μια χορδή, έτσι ώστε να παραχθεί το επιδιωκόμενο τονικό ύψος σε αναλογία προς ένα δεδομένο τονικό ύψος.