ἀπείριτος
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον,
A = ἀπειρέσιος, Od.10.195, Hes.Th.109; boundless, immense, νῆσος D.P.4; γαῖα Orph.Fr.91, al.: neut. pl. as Adv., ἀπείριτα δηριόωντες Timo12.
German (Pape)
[Seite 285] unendlich, Od. 10, 195 πόντος; Hes. Th. 109; oft sp. D., z. B. νῆσος Dion. Per. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπείρῐτος: ον ἀπειρέσιος, Ὀδ. Κ. 195, Ἡσ. Θ. 109.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
infini, immense.
Étymologie: ἄπειρος².
English (Autenrieth)
= ἀπειρέσιος, Od. 10.195†.
English (Slater)
ἀπείρῐτος, -ον
1 impenetrable (v. W. Schulze, Q. E., 116̆{3}) βατιᾷ τἐν ἀπειρίτῳ (ἀπειρά(ν)τῳ codd.; ἀπειρίτῳ Heyne) (O. 6.54)
Spanish (DGE)
(ἀπείρῐτος) -ον
• Alolema(s): lacon. ἀπήρ- Alcm.7.1.14
1 infinito, ilimitado, inmenso πόντος Od.10.195, Hes.Th.109, Nonn.D.27.41, γαῖα Hes.Th.878, Orph.Fr.91, αἶα Epic.Alex.Adesp. en POxy.2816.2.14, ref. al conjunto de las tierras que emergen del océano νῆσος ἀ. D.P.4, τύμβος Nonn.D.40.221, cf. Par.Eu.Io.1.10, 6.10, A.R.3.1239, Mesom.2.11, Q.S.3.386, Sch.A.Th.83
•fig. sin límites κάλλος A.R.Fr.7, ὄλβος Hes.Sc.204.
2 inextricable, impenetrable σχοίνῳ βατιᾷ τ' ἐν ἀπειρίτῳ Pi.O.6.54.
3 neutr. como adv. sin fin, incesantemente ἀπείριτα δηριόωντες Timo 12, en sg. ἀπείριτον ὁμάδησαν A.R.3.971.
Greek Monolingual
ἀπείριτος, -ον (Α)
απειρέσιος.
Greek Monotonic
ἀπείρῐτος: -ον, = ἀπειρέσιος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπείριτος: Hom., Hes. = ἄπειρος II.
Middle Liddell
= ἀπειρέσιος, Od., Hes.]