ἄσκημα

From LSJ
Revision as of 12:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσκημα Medium diacritics: ἄσκημα Low diacritics: άσκημα Capitals: ΑΣΚΗΜΑ
Transliteration A: áskēma Transliteration B: askēma Transliteration C: askima Beta Code: a)/skhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A exercise, practice, Hp.Off.7, X.Cyr.7.5.79; τὰ εἰς τὸν πόλεμον ἀ. Id.Oec.11.19, cf. PLond.3.1164i21 (iii A.D.); in warfare, branch of the service, arm (e.g. elephants or chariots), Arr. Tact.19.6.

German (Pape)

[Seite 371] τό, 1) Zubereitung, Ausrüstung. – 2) Uebung, Xen. Cyr. 7, 5, 79.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet d’étude.
Étymologie: ἀσκέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
plu. ejercitación, ejercicios prácticos, entrenamiento en el uso de vendajes, Hp.Off.7, en prácticas guerreras τὰ εἰς τὸν πόλεμον ἀσκήματα X.Oec.11.19, cf. Cyr.7.5.79, en la educación παῖδας διὰ τῶν ἀσκημάτων ἀσχόλους Aristox.Fr.39, en retórica ἀσκήματα τῆς ῥητορικῆς D.H.Rh.2.1, en atletismo τὴν ἀθλητικὴν ἰσχὺν οὐ τῶν ἀνθρωπίνων οὖσαν ἀσκημάτων Gal.Adhort.13, cf. Poll.3.154, PLond.1164i.21 (III d.C.)
tact. usos tácticos ξύμπαντα ταῦτα τὰ ἀσκήματα ἐκλέλειπται Arr.Tact.19.6
tb. en sg. objeto del ejercicio práctico κρεῖττον εἶναι καὶ τελειότερον ἄσκημα τῆς ἐκλογῆς τὴν σύνθεσιν D.H.Comp.3.5.

Greek Monolingual

(I)
ἄσκημα, το (Α) ασκώ
1. το γύμνασμα
2. μονάδα στρατού.
(II)
και άσχημα επίρρ.
βλ. άσχημος.

Greek Monotonic

ἄσκημα: -ατος, τό (ἀσκέω), άσκηση, εξάσκηση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἄσκημα: ατος τό упражнение, занятие, дело (τοῖς ἀσκήμασι πλεονεκτεῖν Xen.).

Middle Liddell

ἀσκέω
an exercise, practice, Xen.