Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κολυμβίς

From LSJ
Revision as of 16:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολυμβίς Medium diacritics: κολυμβίς Low diacritics: κολυμβίς Capitals: ΚΟΛΥΜΒΙΣ
Transliteration A: kolymbís Transliteration B: kolymbis Transliteration C: kolymvis Beta Code: kolumbi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A diver, name of a bird, prob. grebe, Podiceps minor, Ar.Av.304, Arist.HA593b17, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395d; cf. κολυμβάς 11.1: as Adj., κ. αἴθυιαι Arat.296.

German (Pape)

[Seite 1476] ίδος, ἡ, = κολυμβάς, eine Entenart; Ar. Av. 306, vgl. Ath. IX, 395 d; Arist. H. A. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

κολυμβίς: -ίδος, ἡ, κολυμβῶσα, ὄνομα πτηνοῦ τινος δυτικοῦ, ἴσως ἡ ἀγρία νῆσσα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 304, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15· πρβλ. κολυμβὰς ΙΙ. 1· ― ὡς ἐπίθ., κ. αἴθυιαι Ἄρατ. 296.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
plongeon, oiseau.
Étymologie: κόλυμβος.

Greek Monolingual

κολυμβίς, -ίδος, ἡ (Α) κόλυμβος
1. κολυμβήτρια
2. είδος πτηνού, πιθ. η άγρια πάπια.

Greek Monotonic

κολυμβίς: -ίδος, ἡ, θαλασσοπούλι, «γλαροπούλι», σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κολυμβίς: ίδος ἡ предполож. птица нырок Arph., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολυμβίς -ίδος, ἡ [κόλυμβος] fuut (watervogel).

Middle Liddell

κολυμβίς, ίδος
a sea-bird, a diver, Ar. [from κόλυμβος