διαλγής

From LSJ
Revision as of 13:41, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλγής Medium diacritics: διαλγής Low diacritics: διαλγής Capitals: ΔΙΑΛΓΗΣ
Transliteration A: dialgḗs Transliteration B: dialgēs Transliteration C: dialgis Beta Code: dialgh/s

English (LSJ)

ές,

   A grievous, ἄτα A.Ch.68 (lyr.).    II suffering great pain, Plu.Alex.75. Adv. -γῶς, ἔχει is pained, Phld.D.3Fr.77.

German (Pape)

[Seite 586] ές, 1) Schmerz bringend, ἄτα Aesch. Ch. 66. – 2) heftige Schmerzen leidend, Plut. Alex. 75.

Greek (Liddell-Scott)

διαλγής: -ές, ἀλγεινός, θλιβερός, βαρύς, ἄτα Αἰσχύλ. Χο. 68· ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ διαιωνίζουσα, ὅθεν ὁ Paley ὑποθέτει ὅτι ἐν τῷ χειρογράφῳ ἐκείνῳ θὰ ὑπῆρχεν αἰᾱνής. ΙΙ. ὁ πολὺν πόνον ὑποφέρων, Πλούτ. Ἀλέξ. 75.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui cause une profonde douleur;
2 qui éprouve une profonde douleur.
Étymologie: διά, ἀλγέω.

Spanish (DGE)

-ές
I 1que sufre un profundo dolor, dolorido ref. Alejandro οὔτ' ἄφνω δ. γενόμενος Plu.Alex.75, θερμὴ καὶ δ. καὶ κραδαινομένη Plu.2.496d.
2 que causa un profundo dolor, doloroso ἄτα A.Ch.68 (cód.).
II adv. -ῶς con dolor, dolorosamente δ. ἔχειν Phld.D.3.Fr.77.7.

Greek Monolingual

διαλγής, -ές (Α)
1. επώδυνος, θλιβερός
2. αυτός που πονά, που υποφέρει πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι(α)- + -αλγής < άλγος].

Greek Monotonic

διαλγής: -ές (ἄλγος
I. θλιβερός, βαρύς, σε Αισχύλ.
II. αυτός που υποφέρει μεγάλο πόνο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διαλγής:
1) причиняющий сильную боль, мучительный (ἄτα Aesch.);
2) испытывающий (сильную) боль, страдающий: δ. γενόμενος τὸ μετάφρενον Plut. ощутив сильную боль в спине.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαλγής -ές [διά, ἄλγος] pijn veroorzakend:. ἄτα ellende Aeschl. Ch. 68. pijn lijdend:. ἄφνω διαλγὴς γενόμενος door een plotselinge pijnaanval Plut. Alex. 75.5.

Middle Liddell

δι-αλγής, ές adj ἄλγος
I. grievous, Aesch.
II. suffering great pain, Plut.