διαμφισβητέω

From LSJ
Revision as of 18:55, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμφισβητέω Medium diacritics: διαμφισβητέω Low diacritics: διαμφισβητέω Capitals: ΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΕΩ
Transliteration A: diamphisbētéō Transliteration B: diamphisbēteō Transliteration C: diamfisviteo Beta Code: diamfisbhte/w

English (LSJ)

   A dispute, disagree, πρὸς ἀλλήλους περί τινος Decr. ap.D.18.185, cf. Arist.MM1211a14; τινὶ περὶ μουσικῆς Ath.8.351a; ἀρετῆς κτλ. Plu.2.787d; δ. περί τινος lay claim to, Arist.Pol.1283b14; πρός τι ib.1287b35; δ. ποῖα θερμὰ τῶν ζῴων Id.PA648a24: abs., Id.Pol.1283a30, CPR1.20 (i A.D.), etc.:—Pass., διαμφισβητεῖται περὶ φιλίας οὐκ ὀλίγα not a few questions are debateable, Arist.EN1155a32; τὰ διαμφισβητούμενα the points at issue, D.44.57.

German (Pape)

[Seite 591] unter einander streiten; πρὸς ἀλλήλους περί τινος Dem. 18, 185 (im Psephisma); πρός τινα, Arist. Polit. 3, 16; περί τινος, 3, 13; Pol. 28, 9 u. a. Sp.; τινί τινος, mit Einem um etwas streiten, Plut. an seni 7; διαμφισβητεῖται, es wird gestritten, gezweifelt, Arist. Eth. Nic. 8, 1; τὰ διαμφισβητούμενα, streitige Punkte, Dem. 44, 57; Pol. 12, 16.

Greek (Liddell-Scott)

διαμφισβητέω: διαφιλονικῶ, διαφωνῶ, πρὸς ἀλλήλους περί τινος Δημ. 290. 16., 1097. 23· τινι περί τινος Ἀθήν. 351Α· τινί τινος Πλούτ. 2. 787C· δ. περί τινος μόνον, Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 6· πρός τι αὐτ. 3. 16, 13· δ. ποῖα θερμὰ τῶν ζῴων ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 2, 9· ἀπολ., ὁ αὐτ. Πολ. 3. 12, 2. - Παθ., διαμφισβητεῖται περὶ φιλίας οὐκ ὀλίγα, οὐκ ὀλίγα ζητήματα ἐγείρονται, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 6· τὰ διαμφισβητούμενα, περὶ ὧν ἡ συζήτησις, Δημ. 1097. 23.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être en désaccord ; discuter ; Pass. être contesté ou discuté.
Étymologie: διά, ἀμφισβητέω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -βατέω SEG 29.1130.bis.A.9 (Clazomenas II a.C.)
debatir, discutir sobre de abstr. c. constr. prep. περὶ τῶν πολιτικῶν τιμῶν Arist.Pol.1283b14, cf. D.S.11.58, D.Chr.15.1, Plot.5.9.3, πρὸς τὴν βασιλείαν Arist.Pol.1287b35, ὑπὲρ δὲ τῆς χρήσεως Thphr.CP 3.6.1
c. gen. ἀρετῆς Plu.2.787d
c. interr. ποῖα θερμὰ ... τῶν ζῴων Arist.PA 648a24
abs. Arist.Pol.1283a30, Plu.2.755e, Stud.Pal.20.1.20 (I d.C.), en un juicio οἱ διαμφισβητοῦντες los litigantes I.AI 14.38
estar en desacuerdo con c. πρός y ac. de pers. οἱ δανείσαντες πρὸς τοὺς ὀφείλοντας IEphesos 4A.82 (III a.C.), πρὸς ἀλλήλους δ. περὶ τῆς ἡγεμονίας Decr. en D.18.185, cf. Plb.28.9.6, πρὸς ἀλλήλους κατὰ τὴν ὑπεροχήν Arist.MM 1211a14
c. dat. de pers. αὐτῷ περὶ μουσικῆς Ath.351a, cf. Luc.Iud.Voc.4
poner en cuestión c. ac. o dat. de abstr. τοῦτο Thphr.CP 2.9.9, ὅλῳ τῷ γένει Thphr.HP 3.9.4, sobreentendido en el cont. τύχη διαμφισβητοῦσα (ταῖς τοῦ πολέμου κατορθώσεσιν) Plu.Dio 47
en v. pas. ser debatido, ponerse en cuestión διαμφισβητεῖται δὲ περὶ αὐτῆς οὐκ ὀλίγα Arist.EN 1155a32, τὸ δὲ θερμὸν καὶ ψυχρὸν ... διαμφισβητεῖται Thphr.CP 1.21.4, ἡ διαμφισβητουμένη χώρα ICr.3.4.9.72 (Itanos II a.C.), ἡ διαμφιζβητουμένη (sic) οἰκία PTor.Choachiti 12.9.7 (II a.C.), τὰ διαμφισβητούμενα los asuntos sometidos a discusión, IMylasa 204.11 (heleníst.), τὰ διαμφισβατηθέντα SEG l.c.

Greek Monotonic

διαμφισβητέω: μέλ. -ήσω, διαφιλονικώ ή διαφωνώ, πρός τινα περί τινος, σε Δημ. — Παθ., τὰ ἀμφισβητούμενα, θέματα για τα οποία γίνεται η συζήτηση, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διαμφισβητέω: вести спор, спорить (πρὸς ἀλλήλους περί τινος Arst., Dem. и τινί τινος Plut.; πρός τι Arst.): τὰ διαμφισβητούμενα Dem. (sing. Polyb.) спорные вопросы.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δι-αμφισβητέω twisten, het oneens zijn; met περί + gen..; περὶ τῆς ἡγεμονίας over het leiderschap Dem. 18.185; met πρός + acc..; δ. πρὸς τὴν βασιλείαν het met de monarchie oneens zijn Aristot. Pol. 1287b35; δ. πρὸς ἀλλήλους het met elkaar oneens zijn Dem. 18.185; αἱ... τοῦ πολέμου κατορθώσεις, εἰ καὶ ἀνθρώπων μηδένα, τήν γε τύχην διαμφισβητοῦσαν ἔχουσιν oorlogssuccessen hebben weliswaar geen mens, maar wel het lot om ze te betwisten (d.w.z. concurrerende aanspraak op de verdienste ervan te maken) Plut. Dion 47.7; pass. onpers.:; διαμφισβητεῖται er wordt getwist Aristot. EN 1155a32; pass. ptc. subst.: τὰ διαμφισβητούμενα de betwiste zaken Dem. 44.57.

Middle Liddell

fut. ήσω
to dispute or disagree, πρός τινα περί τινος Dem.:—Pass., τὰ ἀμφισβητούμενα the points at issue, Dem.