δυσγράμματος
From LSJ
Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.
English (LSJ)
ον,
A hard to write, Aristid.2.360 J. II unlearned, Philostr.VS2.1.10.
German (Pape)
[Seite 677] 1) schwer zu schreiben, Aristid. – 2) ungelehrig, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
δυσγράμματος: -ον, ὁ δυσκόλως γραφόμενος, Αἰγύπτιον δὲ τοὔνομα καὶ δυσγράμματον μᾶλλον Ἀριστείδ. 2. 360. ΙΙ. ἀγράμματος ἢ ὀλιγογράμματος, ἀπαίδευτος, Φιλόστρ. 558.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de escribir τοὔνομα Aristid.Or.36.109.
2 de pers. iletrado, analfabeto Philostr.VS 558.
Greek Monolingual
δυσγράμματος, -ον (Α)
1. (για λέξη) αυτή που γράφεται δύσκολα
2. (για άνθρωπο) αγράμματος, απαίδευτος.