μονογνώμων

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονογνώμων Medium diacritics: μονογνώμων Low diacritics: μονογνώμων Capitals: ΜΟΝΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: monognṓmōn Transliteration B: monognōmōn Transliteration C: monognomon Beta Code: monognw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A self-willed, wayward, Ptol.Tetr.158 (Comp., 168), Vett.Val.12.4.    II invested with supreme authority, D.H.2.12,5.71.

German (Pape)

[Seite 202] ον, der seinem eigenen Urtheile folgt, selbstständig, eigenmächtig, D. Hal. 5, 71.

Greek (Liddell-Scott)

μονογνώμων: -ον, δύστροπος, δύσκολος, ἰδιογνώμων, Διον. Ἁλ. 2. 12., 5. 71.

Greek Monolingual

μονογνώμων, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μία μόνο γνώμη, ισχυρογνώμων
2. (κατ' επέκτ.) δύστροπος
3. αυτός που έχει απόλυτη εξουσία, απολυταρχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ισχυρο-γνώμων.