μνααῖος
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
α, ον,
A of the weight of a μνᾶ, λίθοι X.Eq.4.4, Eq.Mag.1.16, v.l. in D.S.19.109; on which a mina is staked, τρῆμα Amips.20:— also μνᾱϊαῖος, α, ον, Arist.Cael.311b4, Ph.Bel.69.12,al., Plb.13.2.3, D.S. l.c.: written μνᾱγιαῖος, PLond.ined.2199 (iv A. D.); μναϊαῖον, τό, = μνᾶ, POxy.265.18 (i A. D.); μ. [δίκαι] suits where a mina is at stake, IG9(1).333.12 (Locr.):—also μναϊεῖον, τό, gold coin worth a mina of silver, PCair.Zen.22.1,13 (iii B. C.), PLille15.1 (iii B. C.), UPZ 121.10 (ii B. C.): written μιτρ-ϊῆον, BGU1532 (Ptol.), POxy.259.17 (i A. D.): for μναῖαι (folld. by αἱ) and μναίας, Arist.HA547a9, Gal.6.605, μναϊαῖαι, μναϊαίας shd. perh. be read.
German (Pape)
[Seite 193] = μναϊαῖος; Xen. re equ. 4, 4, vom Gewicht; Amips. bei Poll. 9, 96; D. Sic. 19, 45.
Greek (Liddell-Scott)
μνᾱαῖος: -α, -ον, ἔχων τὸ βάρος μιᾶς μνᾶς, λίθοι Ξεν. Ἱππ. 4, 4, Ἱππαρχ. 1, 16, Διόδ. 19. 109, κτλ· ἐπὶ κυβείας, ἐν ᾗ διακυβεύεται μία μνᾶ, τρῆμα μνααῖον Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 5· - ὡσαύτως μνᾱϊαῖος, α, ον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 4, 4, - ἐσχηματισμένον ὡς τὸ ταλαντιαῖος, κτλ., πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 552· - καὶ μναῖος ἢ μνάϊος, α, ον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15. 6.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui pèse une mine;
2 qui vaut une mine.
Étymologie: μνᾶ.
Greek Monolingual
μνααῑος και μναῑος και μνάϊος -α, -ον (Α)
αυτός που έχει βάρος το οποίο ισοδυναμεί με μία μνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾶ + κατάλ. -αῖος (πρβλ. δοχ-αίος). Ο τ. μναῖος / μνάϊος < μνᾶ + κατάλ. -ιος].
Greek Monotonic
μνᾱαῖος: -α, -ον, αυτός που ζυγίζει μία μνᾶ, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μνᾱαῖος: весом в мину (λίθοι Xen.).
Middle Liddell
μνᾱαῖος, η, ον [from μνᾶ]
of the weight of a μνᾶ, Xen., etc.