θεόγλωσσος

From LSJ
Revision as of 23:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόγλωσσος Medium diacritics: θεόγλωσσος Low diacritics: θεόγλωσσος Capitals: ΘΕΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: theóglōssos Transliteration B: theoglōssos Transliteration C: theoglossos Beta Code: qeo/glwssos

English (LSJ)

ον,

   A with the tongue of a god, γυναῖκες, of poetesses, AP9.26 (Antip. Thess.).

Greek (Liddell-Scott)

θεόγλωσσος: -ον, ἔχων θείαν γλῶσσαν, περὶ ποιητριῶν, Ἀνθ. Π. 9. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la parole divine.
Étymologie: θεός, γλῶσσα.

Greek Monolingual

θεόγλωσσος, -ον (Α)
(για ποιητή) αυτός που έχει θεϊκή γλώσσα, που τα ποιήματά του έχουν θεία έμπνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -γλωσσος (γλώσσα), πρβλ. ά-γλωσσος, πολύ-γλωσσος].

Greek Monotonic

θεόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που μιλάει τη γλώσσα των θεών, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θεόγλωσσος: одаренный божественным языком, т. е. поэтическим даром (γυναῖκες Anth.).

Middle Liddell

θεό-γλωσσος, ον γλῶσσα
with the tongue of a god, Anth.