δύσρητος

From LSJ
Revision as of 17:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσρητος Medium diacritics: δύσρητος Low diacritics: δύσρητος Capitals: ΔΥΣΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dýsrētos Transliteration B: dysrētos Transliteration C: dysritos Beta Code: du/srhtos

English (LSJ)

ον,

   A that should not be spoken, Demetr.Eloc.302.    II hard to give a name to, Gal.12.501.

German (Pape)

[Seite 688] schwer zu sagen, Dem. Phal. 326; schwer auszusprechen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

δύσρητος: -ον, δυσκόλως λεγόμενος, αἰσχρὰ καὶ δύσρητα Δημ. Φαλ. 326. 2) δυσκόλως προφερόμενος, δύσρητοι φωναὶ, στράγξ, σφίγξ Γαλην. 8. 594, 595., 13. 359.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de explicar τὰ εἰρημένα δυσνόητά τε καὶ δύσρητά ἐστι Gal.in Pl.Tim.16.7, cf. 18, τὸ ποιὸν τῆς κινήσεως Gal.8.885, ἔνιαι δὲ (ἰδιότητες) δύσρητοι γίγνονται περὶ τὰ κάμνοντα σώματα Gal.12.501.
2 difícil de pronunciar φωναί Gal.17(2).236
de expresión complicada o difícil op. ἁπλοῦς: λόγος Sch.Er.Il.12.13-15.
II que no debe decirse subst. τὰ δύσρητα cosas inconvenientes o indecorosas αἰσχρὰ καὶ δύσρητα ἀναφανδὸν λέγειν Demetr.Eloc.302.

Greek Monolingual

δύσρητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν λέγεται εύκολα γιατί είναι άσεμνος
2. εκείνος που δεν μπορεί να προφερθεί εύκολα.