ἐπίπαγος

From LSJ
Revision as of 15:10, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπᾰγος Medium diacritics: ἐπίπαγος Low diacritics: επίπαγος Capitals: ΕΠΙΠΑΓΟΣ
Transliteration A: epípagos Transliteration B: epipagos Transliteration C: epipagos Beta Code: e)pi/pagos

English (LSJ)

ὁ, (ἐπιπήγνυμι)

   A congealed or hardened crust on the top of a thing, Dsc.1.101.2, Aret.SA1.9, Gal.Lex.s.v. σύναγμα; ἐ. ὑμενώδης capsule of lens, Ruf.Anat.17; ἁλώδης Plu.2.627f; = γραῦς 11, scum, Hsch., cf. Gal.6.252.

German (Pape)

[Seite 967] ὁ, die auf der Milch u. ä. geronnene Haut, Kruste, Diosc.; ἁλώδης, Plut. Symp. 1, 9, 4. S. γραῦς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπᾰγος: ὁ, (ἐπιπήγνυμι) πεπηγυῖα ἢ πηκτὴ καὶ στερεὰ ὕλη σχηματιζομένη ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας πολλῶν πραγμάτων, «τσίπα» ἢ «κροῦστα», Διοσκ. 1. 134, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9· ἁλώδης Πλούτ. 2. 627F. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπίπαγος· τὸ ἐπὶ τῶν ἑψομένων, ἡ γραῦς».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
crème ou croûte à la surface d’un liquide.
Étymologie: ἐπί, πάγος.

Greek Monolingual

ο (Α ἐπίπαγος) επιπήγνυμι
το στερεό ή πηχτό επίστρωμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια πολλών ρευστών ή μαλακών πραγμάτων, κρούστα, πέτσα («παραμένει τοῑς σώμασιν ἁλώδης ἐπίπαγος», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπᾰγος: ὁ пена, накипь (ἁλώδης Plut.): βρυώδεις ἐπίπαγοι Plut. плесень.