ἐπιτελέωμα

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
Menander, fragment 761
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτελέωμα Medium diacritics: ἐπιτελέωμα Low diacritics: επιτελέωμα Capitals: ΕΠΙΤΕΛΕΩΜΑ
Transliteration A: epiteléōma Transliteration B: epiteleōma Transliteration C: epiteleoma Beta Code: e)pitele/wma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A something offered besides the usual sacrifice, Lycurg.Fr. 36.

German (Pape)

[Seite 990] τό, das Nachopfer, Lycurg. bei Harpocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτελέωμα: τό, «ἐπιτελοῦν καὶ ἐπιτελέωμα: ἀμφότερα πολλάκις ἐστί τὰ ὀνόματα ἐν τῷ περὶ τῆς ἱερείας Λυκούργου, ἔοικε δὲ ἐπιτελέωμα λέγειν τὸ ἐπὶ πᾶσι θυόμενον ὑπὲρ τοῦ ἐπιτελεῖς γενέσθαι τὰς πρότερον θυσίας. αὐτὸς γοῦνῥήτωρ ἐν τῷ λόγῳ φησὶν “ἔτι τοίνυν ἔφη πάντων ὕστατα ταῦτα θύεσθαι καὶ ἐπιτελεώματα εἶναι τῶν ἄλλων θυμάτων”» Ἁρποκρ. ― Κατὰ δὲ Ἡσύχ. «ἐπιτελέωμα· τὸ ἐπὶ θυσίᾳ γινόμενον». ― Ἴδε ἐπιτελειόω, ἐπιτελείωσις.

Greek Monolingual

ἐπιτελέωμα, τὸ (Α)
καθετί αναγκαίο για επιτέλεση θυσίας ή προσφερόμενο μετά την κυρίως θυσία.