κατάκοιτος

From LSJ
Revision as of 10:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκοιτος Medium diacritics: κατάκοιτος Low diacritics: κατάκοιτος Capitals: ΚΑΤΑΚΟΙΤΟΣ
Transliteration A: katákoitos Transliteration B: katakoitos Transliteration C: katakoitos Beta Code: kata/koitos

English (LSJ)

ον,

   A in bed: at rest, quiet, Ibyc.1.7.

German (Pape)

[Seite 1355] im Bette ruhend, ἔρος Ibyc. 1 bei Ath. XIII, 601 b.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκοιτος: -ον, ὁ ἐπὶ τῆς κλίνης, ἥσυχος, αὐτόθι 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάκοιτος, -ον)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι από κάποια αρρώστια, κρεβατωμένος
αρχ.
αυτός που αναπαύεται στο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. από-κοιτος, πρό-κοιτος].