κεφαλαλγής

Revision as of 02:51, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ές,

   A suffering from headache, Plu.2.147f, Ruf. ap. Orib.7.26.129, 143.    II Act., causing headache, X.An.2.3.15, Thphr.HP8.4.6, Diph.Siph. ap. Ath.2.54a, Ph.1.390, 2.99, Plu.2.133c, Gal.17(2).818, etc. (-αλγός is a common f.l.).

German (Pape)

[Seite 1427] ές, 1) an Kopfschmerz leidend; Medic.; S. Emp. pyrrh. 2, 52. – 2) akt., Kopfschmerz verursachend; Xen. An. 2, 3, 15; Diphil. bei Ath. II, 54 a; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλαλγής: -ές, ὁ πάσχων ἐκ κεφαλαλγίας, Πλούτ. 2. 147F, καὶ Ἰατρ. ΙΙ. ἐνεργ., προξενῶν κεφαλαλγίαν, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15· οὕτως ἀναγνωστέον ἀντὶ κεφαλαλγὸς ἐν Πλουτ. 2. 133C, Ροῦφ. σελ. 51, 59 Matth.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui a mal à la tête;
2 qui fait mal à la tête.
Étymologie: κεφαλή, ἄλγος.

Greek Monolingual

κεφαλαλγής, -ές (Α)
1. αυτός που υποφέρει από πονοκέφαλο
2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο («καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδύ μέν, κεφολαλγὲς δέ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + -αλγής (< άλγος), πρβλ. γονυ-αλγής, οσφυ-αλγής].

Greek Monotonic

κεφᾰλαλγής: -ές (ἀλγέω), αυτός που προκαλεί πονοκέφαλο, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφαλαλγής -ές [κεφαλαλγία] hoofdpijn hebbend. hoofdpijn veroorzakend:. καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδὺ μέν, κεφαλαλγὲς δέ en het was ook lekker bij de drank, maar het bezorgde je hoofdpijn Xen. An. 2.3.15.

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλαλγής:
1) причиняющий головную боль Xen., Plut.;
2) страдающий головной болью Plut., Sext.

Middle Liddell

κεφᾰλ-αλγής, ές ἀλγέω
causing headache, Xen.