καταλύσιμος

From LSJ
Revision as of 14:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλύσιμος Medium diacritics: καταλύσιμος Low diacritics: καταλύσιμος Capitals: ΚΑΤΑΛΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: katalýsimos Transliteration B: katalysimos Transliteration C: katalysimos Beta Code: katalu/simos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A to be dissolved or done away, κακόν S.El.1247 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1361] auflösbar, κακόν, zu beseitigen, was aufhören kann, Soph. El. 1238.

Greek (Liddell-Scott)

καταλύσιμος: -ον, ὃν πρέπει τις νὰ διαλύσῃ ἢ καταστρέψῃ, ἀφανίσῃ, κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à dissoudre, à faire cesser.
Étymologie: καταλύω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καταλύσιμος, -ον) κατάλυσις
νεοελλ.-μσν.
(για τρόφιμα) εκείνος του οποίου επιτρέπεται η κατάλυση σε ημέρες νηστείας («το λάδι είναι καταλύσιμο όλα τα Σάββατα, εκτός του Μεγάλου Σαββάτου»)
αρχ.
(για πράγματα) αυτός που πρέπει να καταλυθεί, να διαλυθεί, να αφανιστεί.

Greek Monotonic

καταλύσιμος: -ον, αυτός που πρέπει να διαλυθεί ή να καταργηθεί, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταλύσιμος: (ῠ) устранимый, искоренимый (κακὸν οὐ καταλύσιμον Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λύσιμος -ον oplosbaar:. οὔποτε καταλύσιμον nooit ongedaan te maken Soph. El. 1247.

Middle Liddell

καταλύσιμος, ον
to be dissolved or done away, Soph.