ληναῖος
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
α, ον, (
A ληνός 1) belonging to the wine-press; esp. 1 epith. of Dionysus, as god of the wine-press, D.S.3.63. 2 Λήναια (sc. ἱερά), τά, the Lenaea, an Athenian (also Rhodian, IG12(1).125) festival held in the month Ληναιών (i.e. Gamelion) in honour of Dionysus, at which there were dramatic contests, esp. of the Com. Poets, Ar.Ach.1155 (lyr.). 3 Λήναιον, τό, the Lenaeum, the place at Athens where the Lenaea were held, οὑπὶ Ληναίῳ ἀγών the Lenaean dramatic contest, opp. τὰ κατ' ἄστυ, ib.504, cf. Pl.Prt.327d, Lex ap. D.21.10; Διονύσια τὰ ἐπὶ Ληναίῳ SIG1029.9 (iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 40] zur Kelter gehörig; bes, a) Beiname des Dionysos, als des Keltergottes, D. Sic. 3, 63 u. A. – b) τὰ λήναια, sc. ἷερά, das Kelterfest, welches dem Dionysos im Monat ληναιών mit dramatischen Wettkämpfen gefeiert wurde, Ar. Ach. 1155; Ath. IV, 130 d. – c) τὸ λήναιον, der Platz in Athen, in den Limnen oder nicht weit davon, wo die Lenäen gefeiert wurden, daher ὁ ἐπὶ ληναίῳ ἀγών, Ar. Ach. 504, der Wettkampf der dramatischen Dichter am Kelterfest; ἐδίδαξεν ἐπὶ ληναίῳ, er studirte das Stück zum Kelterfest ein, Plat. Prot. 327 d; ἐπὶ ληναίῳ πομπή, Dem. 21, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ληναῖος: -α, -ον, (ληνὸς) ἀνήκων εἰς τὸν ληνόν, τὸ «πατητῆρι» κυρίως, 1) ἐπίθ. τοῦ Βάκχου ὡς θεοῦ τοῦ ληνοῦ, Διόδ. 3. 63. 2) Λήναια (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἑορτὴ ἐν Ἀθήναις ἀγομένη κατὰ τὸν μῆνα Ληναιῶνα (δηλ. Γαμηλιῶνα) εἰς τιμὴν τοῦ Βάκχου, καθ’ ἣν ἐτελοῦντο δραματικοὶ ἀγῶνες, ἰδίως τῶν κωμικῶν ποιητῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1115· ἀλλ’ αὕτη ἡ ἑορτὴ ἦτο διάφορος τῶν τε Ἀνθεστηρίων καὶ τῶν μικρῶν ἢ κατ’ ἀγροὺς Διονυσίων· ἴδε ἐν λέξ. Διονύσια, καὶ πρβλ. τὰ κατωτ. 3) Λήναιον, τό, τόπος ἐν Ἀθήναις ἔνθα τὰ Λήναια ἑωρτάζοντο, ἐν τῷ διαμερίσματι τῷ καλουμένῳ Λίμναι (ὃ ἴδε), περιέχοντι δύο ναοὺς τοῦ Διονυσίου· ὀ ἐπὶ Ληναίῳ ἀγών, ὁ τῶν Ληναίων δραματικὸς ἀγὼν κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν κατ’ ἄστυ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 504· πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 327D, Δημ. 517. 26.
Greek Monolingual
ληναῑος, -αία, -ον (Α) ληνός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ληνό, στο πατητήρι.
Greek Monotonic
ληναῖος: -α, -ον (ληνός), αυτός που αναφέρεται στο πατητήρι του κρασιού·
1. επίθ. του Βάκχου, θεού του πατήματος των σταφυλιών, σε Διόδ.
2. Λήναια (ενν. ἱερά), τά, τα Λήναια, Αθηναϊκή γιορτή που διεξάγονταν κατά το μήνα Ληναιῶνα προς τιμή του Βάκχου, και κατά την οποία τελούνταν δραματικοί αγώνες, ιδίως κωμικών ποιητών, σε Αριστοφ.
3. Λήναιον, τό, τόπος στην Αθήνα όπου γιορτάζονταν τα Λήναια, στον ίδ., Πλάτ.
Middle Liddell
ληναῖος, η, ον ληνός
belonging to the wine-press:
1. epith. of Bacchus as god of the wine-press, Diod.
2. Λήναια (sc. ἱερά), τά, the Lenaea, an Athenian festival held in the month Ληναιών in honour of Bacchus, at which there were contests of the Comic Poets, Ar.
3. Λήναιον, ου, τό, the Lenaeum, or place at Athens where the Lenaea were held, Ar., Plat.