κατάφρακτος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον,
A covered, shut up, ἐν δεσμῷ S.Ant.958 (lyr., in old Att. form κατάφαρκτος); πλοῖα κ. decked vessels, Th.1.10 codd., cf. Plb.1.20.13; ἔν τε ταῖς ἀφράκτοις καὶ ταῖς κ. ναυσί IG12(1).41 (Rhodes, i B.C.); ἡ κ. ἵππος cavalry clad in full armour, mailed, Plb.30.25.9, cf. Arr.Tact.4.1, 19.4; ἱππεῖς Plu. Crass.21; τὰκ. coat of mail, PMagd.13.6 (iii B.C.): metaph., encased in ignorance of the future, ψυχαί Ion Trag.6.
German (Pape)
[Seite 1389] eingeschlossen, verwahrt, πετρώδει ἐν δεσμῷ Soph. Ant. 958; – gepanzert, ἵππος Pol. 16, 18, 10 u. öfter; – πλοῖα κατάφρακτα, mit Verdecken versehen, Thuc. 1, 10, Schol. σεσανιδωμένα; Pol. 1, 20, 13 u. öfter; D. Sic. 13, 109.
Greek (Liddell-Scott)
κατάφρακτος: -ον, καταπεφραγμένος, καλῶς κεκαλυμμένος, ἐγκεκλεισμένος, κ. πετρῴδει ἐν δεσμῷ Σοφ. Ἀντ. 958 (ἔνθα ὁ παλαιὸς Ἀττ. τύπος, κατάφαρκτος, ἐπανορθοῦται ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἐκ τοῦ Κώδ. Λ., πρβλ. ἄφρακτος)· πλοῖα κ., ἔχοντα καταστρώματα, Θουκ. 1. 10, πρβλ. Πολύβ. 1. 20, 13 · ἔν τε ταῖς ἀφράκτοις καὶ ταῖς κ. ναυσί Σύλλ. Ἐπιγρ. 2525· κ. σκάφη Πολύβ. 16. 2, 12 · ἵπποι κ., περιβεβλημένοι θώρακα, Λατ. loricalus (Λίβ. 37. 40) ἢ καταπεφραγμένοι τοῖς ὅπλοις Πολύβ. 31. 3, 9, κτλ.· Ιππεῖς Πλουτ. Κράσσ. 21· ἡ μεταφορὰ ἐκ τῆς Ὁμηρ. ῥήσεως, φράξαντες δόρυ δορί, σάκος σάκεϊ προθελύμνῳ Ἰλ. Ν. 130, Εὐστάθ.· μεταφορ., ἡ κατεσκοτισμένη καὶ μὴ τὸ μέλλον εἰδυῖα, ψυχὴ Ἴων παρ᾽ Ἡσυχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfermé dans une armure ou protégé par un abri ; πλοῖον THC navire cuirassé, càd garni de planches massives qui, exhaussant le bord, protégeaient latéralement les rameurs.
Étymologie: καταφράσσω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κατάφρακτος, -ον)
βλ. κατάφραχτος.
Greek Monotonic
κατάφρακτος: παλιός Αττ. -φαρκτος, -ον, κλειδωμένος, ασφαλισμένος, περιορισμένος, σε Σοφ.· πλοῖακ., διακοσμημένα πλοία, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κατάφρακτος:
1) покрытый броней (ἵππος Polyb.; ἱππεῖς Plut.);
2) защищенный (толстыми досками) (πλοῖα Thuc.);
3) Soph. v. l. = κατάφαρκτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάφρακτος -ον [καταφρασσομαι] overdekt, gepantserd:; πλοῖα κατάφρακτα overdekte schepen Thuc. 1.10.4; ἡ κ. ἵππος de gepantserde ruiterij Plut. Luc. 28.2; subst.: αἱ κατάφρακται dekschepen.
Middle Liddell
shut up, confined, Soph.; πλοῖα κ. decked vessels, Thuc. [from καταφράσσω