κλυτόπωλος
Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt
English (LSJ)
ον,
A with noble steeds, Il. always epith. of Hades, 5.654, 11.445, 16.625; later κ. λόχος, of the heroes in the wooden horse, Tryph.92.
German (Pape)
[Seite 1457] durch Rosse berühmt, durch die Kunst, sie zu lenken; Aidoneus, Il. 5, 654. 11, 445. 16, 625; die Landschaft Dardania, Hom. frg. 38.
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτόπωλος: -ον, ἔχων περιφήμους πώλους ἢ ἵππους, Ἰλ., ἀείποτε ἐπίθ. τοῦ Ἅιδου, Ε. 654., Λ. 445., Π. 625· ἐπὶ τῆς χώρας Δαρδανίας, Ὁμ. Ἀποσπ. 38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux coursiers renommés, aux nobles coursiers.
Étymologie: κλυτός, πῶλος.
English (Autenrieth)
with famous steeds, epithet of Hades, Il. 5.654 ff. Probably said with reference to the rape of Proserpine. (Il.)
English (Slater)
κλῠτόπωλος
1 renowned for his horses κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243.
Spanish
Greek Monolingual
κλυτόπωλος, -ον (Α)
περίφημος για τους πώλους του ή για τα άλογά του (α. «εὖχος ἐμοὶ δώσειν, ψυχήν δ' Ἄιδι κλυτοπώλῳ», Ομ. Ιλ.
β. «κλυτόπωλος λόχος» — οι ήρωες του Δούρειου ίππου, Τρύφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + πῶλος (πρβλ. ενδοξό-πωλος, λευκό-πωλος)].
Greek Monotonic
κλῠτόπωλος: -ον, με αριστοκρατικά άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κλῠτόπωλος: славящийся своими конями (Ἀϊδωνεύς, Δαρδανίη Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλυτόπωλος -ον [κλυτός, πῶλος] met beroemde paarden.
Middle Liddell
κλῠτό-πωλος, ον
with noble steeds, Il.