μελογράφος
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A writer of songs, AP11.133 (Lucill.), Vett.Val.75.7.
German (Pape)
[Seite 127] Lieder schreibend, dichtend, Lucill. 77 (XI, 133).
Greek (Liddell-Scott)
μελογράφος: -ον, (μέλος Β) ὁ γράφων μελῳδίας, ᾄσματα, ᾠδάς, Ἀνθ. Π. 11. 133.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui compose des chants, poète lyrique.
Étymologie: μέλος, γράφω.
Greek Monolingual
ο, η (Α μελογράφος)
αυτός που συνθέτει μελωδίες, μελοποιός, μουσουργός
αρχ.
ψαλμωδός.
Greek Monotonic
μελογράφος: -ον (μέλος II), συνθέτης τραγουδιών, μελωδιών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μελογράφος: ὁ сочинитель песен, лирический поэт Anth.