πολύμετρος

From LSJ
Revision as of 22:55, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύμετρος Medium diacritics: πολύμετρος Low diacritics: πολύμετρος Capitals: ΠΟΛΥΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: polýmetros Transliteration B: polymetros Transliteration C: polymetros Beta Code: polu/metros

English (LSJ)

ον,

   A of many measures: hence, copious, abundant, π. στάχυς E.Fr.516(ap.Ar.Ra.1240).    II written in many metres, δρᾶμα Ath.13.608e.

German (Pape)

[Seite 666] von vielen Maßen, bes. Versmaßen, Sp.; δρᾶμα πολύμετρον, Ath. XIII, 608 d; auch viel messend, groß, στάχυς, Eur. fr. b. Ar. Ran. 1238 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύμετρος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν συνιστάμενος, ὅθεν πολύς, ἄφθονος, π. στάχυς Εὐρ. (Ἀποσπ. 520) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1240. ΙΙ. (γραμματ.), ὁ ἐκ πολλῶν μέτρων συνιστάμενος, Ἀθήν. 608D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est en grande quantité, abondant;
2 qui se compose de plusieurs mètres.
Étymologie: πολύς, μέτρον.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει έκταση πολλών μέτρων
2. αυτός που αποτελείται από πολλά μέτρα, από πολλούς στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. βραχύ-μετρος].

Greek Monotonic

πολύμετρος: -ον (μέτρον)·,
I. αυτός που είναι φτιαγμένος από πολλά μέτρα, απ' όπου άφθονος, πλούσιος, σε Ευρ., Αριστοφ.
II. αυτός που εμπεριέχει πολλά μέτρα, σε Αθήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύμετρος -ον [πολύς, μέτρον] overvloedig.

Russian (Dvoretsky)

πολύμετρος: обильный (στάχυς Arph.).

Middle Liddell

πολύ-μετρος, ον, μέτρον
I. of many measures, hence copious, abundant, Eur. ap. Ar.
II. consisting of many metres, Ath