ἀνταπαιτέω
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
A demand in return, Th.3.58, 5.17, Plu.Sol.3:—Pass., to be called on for a thing in turn, λόγον Id.Cat.Mi.53.
German (Pape)
[Seite 244] dagegen zurückfordern, als schuldige Vergeltung fordern, Thuc. 3, 58; Plut. Sol. 3 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταπαιτέω: ἀνταπαιτῶ ὡς καὶ νῦν, τήν τε δωρεὰν ἀνταπαιτῆσαι Θουκ. 3. 58., 5. 17, κτλ.: - Παθ. ἀνταπαιτηθεὶς λόγον ὑπ’ ἐκείνων Πλουτ. Κάτων ὁ Νεώτ. 53.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
réclamer en retour.
Étymologie: ἀντί, ἀπαιτέω.
Spanish (DGE)
pedir a su vez c. ac. de pers. y/o cosa αὐτοὺς μὴ κτείνειν οὓς μὴ ὑμῖν πρέπει Th.3.58, Πλάταιαν Th.5.17, εὐπαθείας τινὰς καὶ ἀπολαύσεις Plu.Sol.3, en v. pas. ἀνταπαιτηθεὶς δὲ λόγον ὑπ' ἐκείνου habiéndole a su vez pedido aquel una explicación Plu.Cat.Mi.53
•abs. pedir favores a su vez οὐ γὰρ εἶναι πρὸς τοῦ ἑαυτοῦ τρόπου τὸ ἀ. Philostr.VA 2.17.
Greek Monotonic
ἀνταπαιτέω: μέλ. -ήσω, απαιτώ ως ανταπόδοση, σε Θουκ. — Παθ., απαιτούμαι έναντι κάποιου άλλου, για κάτι εις ανταπόδοση, τι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταπαιτέω: требовать в свою очередь (τὴν δωρεάν Thuc.): ἔπεμψε λόγον ἀπαιτῶν παρ᾽ αὐτοῦ τῆς διαβάσεως, ἀνταπαιτηθεὶς δὲ λόγον … Plut. он послал спросить его о причине его перехода, в то время как сам получил запрос о причине ….
Middle Liddell
to demand in return, Thuc.:— Pass. to be called on for a thing in turn, τι Plut.