ἰάζω
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
English (LSJ)
(A), (Ἰάς)
A = ἰωνίζω, Dicaearch.3.2, A.D.Adv.134.31, Hermog<*> Id.2.4.
ἰάζω (B), (ἰά)
A cry aloud, Theognost.Can.18.
ἰάζω (C), (ἴον)
A to be of a violet colour, Hld.2.30. II (ἰός c) to be green, of bile, Gal.18(2).141.
German (Pape)
[Seite 1231] veilchenfarbig sein, dunkelblau schimmern, Hel. 2, 30. ionisch sprechen, sich wie ein Ionier benehmen, Hermog. u. A.
Greek Monolingual
(I)
ἰάζω (Α) ίον
έχω χρώμα ίου, μενεξέ.
(II)
ἰάζω (Α) [[ιός (ΙV)]
(για τη χολή) είμαι πράσινος.
(III)
ἰάζω (Μ) [ιά (I)]
κράζω μεγαλοφώνως, κραυγάζω.
(IV)
ἰάζω (Α) [ιάς]]
ιωνίζω.