πρόσκλισις
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
εως, ἡ,
A leaning against, ζῴου πρὸς δένδρον D.S.3.27. 2 genuflexion, Iamb.Myst.1.12 (pl.). II inclination, predilection, τῶν γερόντων Plb.6.10.10; τινι to one, Id.5.51.8; αἵρεσίς ἐστι π. δογμάτων Stoic.2.37; π. δόγμασιν ibid., D.L. Prooem.20, S.E.P.1.16; μετὰ -κλίσεως Carnead. and Clitomach. ap. eund.ib.230; κατὰ πρόσκλισιν with partiality, 1 Ep.Ti.5.21.
German (Pape)
[Seite 769] ἡ, 1) das Anlehnen, D. Sic. – 2) das Hinneigen der Wagschaale nach einer von beiden Seiten, übertr., Zuneigung, Gewogenheit, Beistimmung, Beitreten zu einer Partei, ἡ τῶν γερόντων πρόσκλισις καὶ ῥοπή, Pol. 6, 10, 10; τῷ βασιλεῖ, 5, 51, 8; δόγμασιν, D. L. prooem. 20.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσκλῐσις: ἡ, κλίσις πρός τι, Πολύβ. 6. 10. 10· τινι, πρός τινα, ὁ αὐτ. 5. 51, 8· ἐν δόγμασιν Διογ. Λ. ἐν τῷ προοιμ., 20, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 16 καὶ 230· κατὰ πρόσκλισιν, μεροληπτικῶς, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ε΄, 21. ― Κατὰ Φώτ.: «πρόσκλισις: ἑτερομέρεια».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de s’appuyer contre;
2 fig. inclination, penchant ; κατὰ πρόσκλισιν avec partialité.
Étymologie: προσκλίνω.
English (Strong)
from a compound of πρός and κλίνω; a leaning towards, i.e. (figuratively) proclivity (favoritism): partiality.
Greek Monotonic
πρόσκλῐσις: ἡ, ροπή, κλίση, σε Πολύβ.· κατὰ πρόσκλισιν, μεροληπτικά, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
πρόσκλῐσις: εως ἡ
1) прислонение (πρός τι Diod.);
2) склонность, тяготение Polyb., Sext.;
3) NT v. l. = πρόσκλησις 2.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσ-κλισις -εως, ἡ [προσκλίνω] partijdigheid:. κατὰ πρόσκλισιν uit partijdigheid NT 1 Tim. 5.21.
Middle Liddell
πρόσκλῐσις, εως, [from προσκλί¯νω]
inclination, proclivity, Polyb.; κατὰ πρόσκλισιν with partiality, NTest.
Chinese
原文音譯:prÒsklisij 普羅士-克利西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向著-斜(著)
字義溯源:傾向,偏見,偏心;由(πρός)=向著)與(κλίνω)*=傾斜)組成;而 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 偏心(1) 提前5:21