πεσσεύω

From LSJ
Revision as of 18:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεσσεύω Medium diacritics: πεσσεύω Low diacritics: πεσσεύω Capitals: ΠΕΣΣΕΥΩ
Transliteration A: pesseúō Transliteration B: pesseuō Transliteration C: pesseyo Beta Code: pesseu/w

English (LSJ)

Att. πεττ-,

   A play at draughts, Heraclit.52, Pl.Alc.1.110e, R.487b, X.Mem.3.9.9, etc.: prov., τύχη ἄνω καὶ κάτω τὰ ἀνθρώπεια πεττεύει fortune gambles with human affairs, Ph.2.85.

German (Pape)

[Seite 603] att. -ττεύω, mit den Steinen, πεσσοῖς, im Brett spielen, indem man sie nach den Spielregeln setzt und zieht; Plat. Rep. VI, 487 b; Xen. Mem. 3, 9, 9; Pol. 40, 7, 2 u. Sp.; auch übertr., wie Philo, τύχης ἄνω καὶ κάτω τὰ ἀνθρώπεια πεττευούσης.

Greek (Liddell-Scott)

πεσσεύω: Ἀττ. πεττ-, παίζω τοὺς πεσσοὺς (ἴδε ἐν λέξ. πεσσός), Πλάτ. Ἀλκ. 1. 110Ε, Πολ. 487Β, Ξεν Ἀπομν. 3. 9, 9, κτλ.· παροιμ., τύχη ἄνω καὶ κάτω τὰ ἀνθρώπεια πεττεύει, παίζει μὲ τὰ πράγματα τῶν ἀνθρώπων, Φίλων 2. 85.

French (Bailly abrégé)

jouer au trictrac.
Étymologie: πεσσός.

Greek Monolingual

και πεττεύω Α πεσσός
1. παίζω πεσσούς
2. (για την τύχη) ρυθμίζω τη ζωή τών ανθρώπων σαν να είναι τυχερό παιχνίδι.

Greek Monotonic

πεσσεύω: Αττ. πεττ-, μέλ. -σω, παίζω τους πεσσούς (βλ. πεσσός), σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πεσσεύω: атт. πεττεύω играть в шашки Plat.

Middle Liddell

πεσσεύω,
to play at draughts (v. sub πεσσόσ), Plat., Xen.