προδιορίζω

From LSJ
Revision as of 09:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιορίζω Medium diacritics: προδιορίζω Low diacritics: προδιορίζω Capitals: ΠΡΟΔΙΟΡΙΖΩ
Transliteration A: prodiorízō Transliteration B: prodiorizō Transliteration C: prodiorizo Beta Code: prodiori/zw

English (LSJ)

   A limit or define beforehand, D.S.12.2, Alex.Aphr.in Top.146.17, al.; βραχέα π. περί τινος D.S.1.4:—Med., ib.5, Ph.1.442, Hermog.Id.1.1, Aps.p.247H. (also, make arrangements beforehand, Orib.45.18.17):—Pass., Ph.1.631.

German (Pape)

[Seite 716] vorher begränzen, D. Sic. 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προδιορίζω: ὁρίζω προηγουμένως, Διόδ. 12. 2, Γαλην. κλπ.· πρ. βραχέα περί τινος Διόδ. 1. 4· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. 1. 5.

Greek Monolingual

Α
1. θέτω όρια, ορίζω προηγουμένωςβούλομαι βραχέα προδιορίσαι περὶ ὅλης τῆς πραγματείας», Διόδ.)
2. διακανονίζω, διευθετώ, εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διορίζω «ορίζω, διαχωρίζω, καθορίζω, διακρίνω»].

Russian (Dvoretsky)

προδιορίζω: тж. med. заранее очерчивать или определять (περί τινος, med. ἀκριβῶς τι Diod.).