ἀπαρακολούθητος
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
ον,
A not to be reached or attained, Tz.adLyc. 5. II Adv. -τως inconsequently, M.Ant.2.16, Plot.4.3.28.
German (Pape)
[Seite 279] 1) dem man nicht folgen kann, unbegreiflich, Schol. Il. 11, 245. – 2) inconsequent, adv., M. Anton. 2, 16. 5, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρακολούθητος: -ον, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, Τζέτζ., Λυκ. 5. ΙΙ. ἀλόγιστος, ἀπρονόητος, προπετής, Βασ. τ. 1. σ. 508Ε: ― Ἐπίρρ. -τως, ἐσπευσμένως, ἀσκέπτως, Μ. Ἀντων. 2.16· οὕτως, ἀπαρακολουθησία, ἡ, προπέτεια, Βασιλ. τ. 1. σ. 406D.
Spanish (DGE)
-ον
I 1incomprensible (βοή) Tz.ad Lyc.5.
2 de pers. incapaz de seguir con el pensamiento, que no se entera οὐκ ἐκστατικοῦ ἀνδρὸς οὐδὲ ἀ., ἀλλὰ ἐρρωμένην ἔχοντος τὴν διάνοιαν Epiph.Const.Haer.48.6 (p.228.7), οἱ ἀ. los que no se enteran, los bobos Epiph.Const.Haer.51.4 (p.252.18).
II adv. -ως
1 inconsecuentemente c. dat. κἂν μὴ τέλεον ἐξιστώμεθα καὶ ἀ. ἔχωμεν ἑαυτοῖς, ἀλλὰ δοκῶμεν παρακολουθεῖν οἷς λέγομεν Origenes Io.28.20 (p.414.23).
2 abs. inconscientemente ποιεῖν M.Ant.5.6, cf. 2.16, Plot.4.3.28.
Greek Monolingual
ἀπαρακολούθητος, -ον (AM)
μσν.
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον παρακολουθήσει, ο ακατανόητος
2. όποιος δεν προνοεί για κάτι
αρχ.
(επίρρ., -τως) απερίσκεπτα.