ὀκτώπους

From LSJ
Revision as of 04:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτώπους Medium diacritics: ὀκτώπους Low diacritics: οκτώπους Capitals: ΟΚΤΩΠΟΥΣ
Transliteration A: oktṓpous Transliteration B: oktōpous Transliteration C: oktopous Beta Code: o)ktw/pous

English (LSJ)

ουν,

   A = ὀκτάπους, as Subst., = σκορπίος, -πουν ἀνεγείρεις Cratin.77 : acc. pl. [ὀκ]τώπους (dub. sens.) prob. in PCair.Zen.510 (iii B. C.).    II eight feet long, IG12.313.90 ; of eight square feet, χωρίον Pl.Men.82e, 83a.

German (Pape)

[Seite 318] = ὀκτάπους; τὸ ὀκτώπουν χωρίον, Plat. Men. 82 e; ὀκτώπουν ἀνεγείρεις, Cratin. bei Phot. u. Suid., für σκορπίος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτώπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, = ὀκτάπους, Κρατῖν. ἐν «Θράτταις» 10· ὡς οὐσιαστ. ἀντὶ σκορπίος, πρβλ. Ἑρμάνν. Πονημάτ. 5. 26. ΙΙ. ὁ ἔχων μῆκος, πλάτοςὕψος ὀκτὼ ποδῶν, Πλάτ. Μένων 82Ε, 83Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 33, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ώποδος
1 long, large de huit pieds;
2ὀκτώπους, qui marche sur huit pieds, càd le scorpion, animal.
Étymologie: ὀκτώ, πούς.

Greek Monolingual

ὀκτώπους, -ουν (Α)
βλ. οκτάπους.

Greek Monotonic

ὀκτώπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος δεκαοχτώ ποδών, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὀκτώπους: 2, gen. ποδος протяжением в восемь футов, восьмифутовый (χωρίον Plat.).

Middle Liddell

ὀκτώ-πους,
eight feet long, broad or high, Plat.