σιρομάστης

From LSJ
Revision as of 13:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑρομάστης Medium diacritics: σιρομάστης Low diacritics: σιρομάστης Capitals: ΣΙΡΟΜΑΣΤΗΣ
Transliteration A: siromástēs Transliteration B: siromastēs Transliteration C: siromastis Beta Code: siroma/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, prop.

   A pit-searcher, i.e. a probe or gauge, with which tax-gatherers searched corn-pits and magazines, used in war to try whether there were pits in the ground, Ph.Bel.100.5, cf. Ph. 1.135.    II barbed lance of the same shape, LXX 3 Ki.18.28, al., J. AJ7.2.2.    2 use of the ς. 11.1, Steph.in Hp.2.255 D.

German (Pape)

[Seite 884] ὁ, eigtl. Grubenprüfer, Grubensucher, ein Werkzeug, mit dem die Zöllner Getreidegruben und Magazine durchsuchten, wie noch jetzt die Zollvisitatoren brauchen; im Kriege untersuchte man den Boden damit, ob etwa verdeckte Gruben vorhanden waren, Mathem. vett. – Bei Ios. eine Lanze mit einem Widerhaken. – Es wird auch σειρομάστης geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

σιρομάστης: -ου, ὁ, κυρίως ὁ ἐρευνῶν βόθρους, δηλ. εἶδος ἐργαλείου, δι’ οὗ οἱ τελῶναι καὶ εἰσπράκτορες φόρων ἐξήταζον ἀποθήκας σίτου· ἐχρησίμευε δὲ καὶ ἐν πολέμῳ εἰς ἐξέτασιν τοῦ ἐδάφους μήπως ὑπάρχουσιν ὑπόνομοι καὶ βόθροι, Ἀρχ. Μαθ. ΙΙ. λόγχη μετ’ ἀκίδων πρὸς τὰ ὀπίσω ἐστραμμένων, ἔχουσα τὸ σχῆμα τοῦ μνημονευθέντος ἐργαλείου. Ἑβδ. (Γ. Βασιλ. ΙΗ΄, 28, κτλ.), Φίλων 1. 135, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 2, 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 427.

Greek Monolingual

και σειρομάοτης, ὁ, Α
1. εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι τελώνες και οι εισπράκτορες φόρων, όταν ερευνούσαν αποθήκες σταριού, ή σε καιρό πολέμου οι στρατιώτες για να διαπιστώσουν μήπως υπάρχουν υπόνομοι
2. λόγχη με ακίδες στραμμένες προς τα πίσω
3. η χρησιμοποίηση του εργαλείου αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιρός / σειρός «αποθήκη» + -μάστης (< μαίομαι «ψάχνω, επιζητώ»)].