φιλογυνία

From LSJ
Revision as of 05:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλογυνία Medium diacritics: φιλογυνία Low diacritics: φιλογυνία Capitals: ΦΙΛΟΓΥΝΙΑ
Transliteration A: philogynía Transliteration B: philogynia Transliteration C: filogynia Beta Code: filoguni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A love of women, Cic. Tusc.4.11.25, Plu.2.706b, Stob.2.7.10e; written φιλογυναία Sch. Gen.Il.21.498 (perh. fr. φιλογύναιος).

German (Pape)

[Seite 1279] ἡ, Weiberliebe, Liebe zum weiblichen Geschlechte; Plut. Symp. 7, 5; Stob. ecl. 2 p. 182.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλογῠνία: ἡ, ἡ πρὸς τὰς γυναῖκας ἀγάπη, Πλούτ. 2. 706Β, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 182, Κλήμ. Ἀλεξ. 83· φέρεται φιλογύνεια παρὰ Κικέρωνι Tusc. 4. 11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour pour les femmes.
Étymologie: φίλος, γυνή.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και δ.τ. φιλογύνεια και φιλογυναία Α φιλογύνης
η υπερβολική αγάπη για τις γυναίκες, η πολύ έντονη επιθυμία για ερωτικές σχέσεις με γυναίκες, θηλυμανία, γυναικομανία.

Russian (Dvoretsky)

φιλογῠνία: ἡ женолюбие Plut.