ἀπακριβόομαι

From LSJ
Revision as of 14:14, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπακρῑβόομαι Medium diacritics: ἀπακριβόομαι Low diacritics: απακριβόομαι Capitals: ΑΠΑΚΡΙΒΟΟΜΑΙ
Transliteration A: apakribóomai Transliteration B: apakriboomai Transliteration C: apakrivoomai Beta Code: a)pakribo/omai

English (LSJ)

   A to be highly wrought or finished, πρὸς κάλλος Pl.Lg. 810b; λόγος ἀπηκριβωμένος Id.Ti.29c, Isoc.4.11, cf. Pl.Phlb.59d; παιδεία Isoc.15.190; τὰ μάλιστ' ἀπηκρ. the most perfect creatures, Arist.PA666a28; of persons, ἀπηκριβωμένος ἐπί τινι accurately versed in a thing, Isoc.12.28; cf. ἀπηκριβωμένως.    II Med., finish off, make perfect, of sculpture, APl.4.172 (Alex.Aet.), cf. 5.342; ἀ. ταῖς γραμμαῖς Luc.Im.16 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπακρῑβόομαι: παθ., γίνομαι (ὑπό τινος) μετὰ πολλῆς ἀκριβείας καὶ τελειότητος, πρὸς κάλλος Πλάτ. Νόμ. 810Β· λόγος ἀπηκριβωμένος ὁ αὐτ. Τίμ. 29C, Ἰσοκρ. 43Α, πρβλ. Πλάτ. Φίλ. 59D· παιδεία Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. §190· ἐν τοῖς μάλιστ’ ἀπηκριβωμένοις, τοῖς τελειοτάτοις, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 15· ἐπὶ προσώπων ἀπηκριβωμένος ἐπί τινι, γινώσκων τι μετ’ ἀκριβείας, Ἰσοκρ. 238D, πρβλ. ἀπηκριβωμένως ΙΙ. ἐν μέσ. τύπῳ, ἀποτελειώνω, καθιστῶ τέλειον ἔργον τι, ἐπὶ γλυπτικῆς, Ἀνθ. Πλαν. 172, 342· ἀπ. ταῖς γραμμαῖς Λουκ. Εἰκ. 16.

Spanish (DGE)

(ἀπακρῑβόομαι) 1 en part. perf. ἀπηκριβωμένος, -η, -ον acabado, refinado λόγος Pl.Ti.29c, Isoc.4.11, ὀνόματα Pl.Phlb.59d, σχήματα Hero Def.135.8, κάλλος ἀπηκριβωμένον τῇ φύσει Aristaenet.1.11.10, ἐκ τοίης ὥνθρωποι ἀπηκριβωμένοι ὀστῶν ἁρμονίης AP 7.472 (Leon.)
subst. τὰ μάλιστα ἀπηκριβωμένα las criaturas más perfectas Arist.PA 666a28
ajustarse perfectamente πρὸς κανόνα Plu.2.802e, πρὸς ἀρετήν Plu.2.962b
versado ἐπὶ τοῖς μαθήμασι τούτοις Isoc.12.28.
2 c. compl. dir. terminar, realizar perfectamente una escultura, Alex.Aet.8
tb. en v. act., una pintura, Gr.Naz.M.37.372D.
3 en v. act. estudiar minuciosame τὰς ... ἰουδαικὰς δευτερώσεις Eus.DE 6.18.

Greek Monotonic

ἀπακρῑβόομαι: Παθ.,
I. κατασκευάζομαι ή γίνομαι από κάποιον με μεγάλη ακριβολογία και επιμονή στη λεπτομέρεια, έχω κατασκευαστεί ή δημιουργηθεί τέλειος, σε Πλάτ., Ισοκρ.
II. ως Μέσ., αποπερατώνω, αποτελειώνω, καθιστώ κάτι τέλειο, σε Ανθ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπακρῑβόομαι: подвергаться тщательной отделке (λόγος ἀπηκριβωμένος Isocr., Plat.; ἡ εἰκὼν ἀπηκριβωμένη Luc.): ἀπηκριβῶσθαι πρός τι Plat., Plut. быть вполне подготовленным к чему-л.

Middle Liddell


I. Pass. to be finished off, highly finished, Plat., Isocr.
II. as Mid. to finish off, Anth., Luc.