ἀποκοιμάομαι

From LSJ
Revision as of 14:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκοιμάομαι Medium diacritics: ἀποκοιμάομαι Low diacritics: αποκοιμάομαι Capitals: ΑΠΟΚΟΙΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: apokoimáomai Transliteration B: apokoimaomai Transliteration C: apokoimaomai Beta Code: a)pokoima/omai

English (LSJ)

Pass. with fut. Med. -ήσομαι:—

   A sleep away from home, νύκτα -ηθείς Pl.Lg.762c; ἐν Λακεδαίμονι Eup.208.    II get a little sleep, esp. of troops on duty, Hdt.8.76, Ar.V.213, X.Cyr.2.4.22 and 26, Plb.3.79.10; simply, fall asleep, Polyaen.8.23.1.    III die an easy death, Vett. Val.126.28.

German (Pape)

[Seite 307] dep. pass., 1) abgesondert, außer dem Hause schlafen, Plat. Legg. VI, 762 c; Eupol. bei Plut. Cim. 15. – 2) schlafen, bes. ein wenig, Ar. Vesp. 213 Xen. Cyr. 2, 4, 22 Pol. 3, 79.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκοιμάομαι: παθ. μετὰ μέσ. μέλλ. -ήσομαι: κοιμῶμαι ἐκτός, ἢ μακρὰν τῆς οἰκίας μου, Πλάτ. Νόμ. 762C· κἀνίοτ’ ἂν ἀπεκοιμᾶτ’ ἂν ἐν Λακεδαίμονι Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 10. ΙΙ. κοιμῶμαι ὀλίγον, «παίρνω ὀλίγον ὕπνον», Ἡρόδ. 8. 76, Ἀριστοφ. Σφ. 213, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 22, κἑξ.· - καθ’ ἃ φαίνεται, εἶναι στρατιωτικὴ φράσις, Dobree εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. ἀπ. ἀπό τινος, παύομαι ἀπό..., Ἐπιφάν.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 découcher;
2 aller dormir un peu.
Étymologie: ἀπό, κοιμάομαι.

Spanish (DGE)

1 dormir fuera de casa νύκτα ἀποκοιμηθείς Pl.Lg.762c, ἐν Λακεδαίμονι Eup.208
fig. estar apartado de τὴν ἀποκεκοιμημένην ἀπὸ τῆς ... πίστεως διάνοιαν Eus.HE 5.16.9.
2 descabezar un sueño, dormir de tropas en servicio τῆς νυκτὸς οὐδὲν ἀποκοιμηθέντες Hdt.8.76, μέρος τῆς νυκτός ἀ. Plb.3.79.10, cf. Ar.V.213, X.Cyr.2.4.22
en gener. quedarse dormido, dormirse τὸν οἶνον πεφαρμακωμένον πιόντες ἀπεκοιμήθησαν Polyaen.8.23.1
fig. morirse οὗτοι εὐθανατοῦσιν ἐκ ... ἀποπληξίας ἀποκοιμηθέντες Vett.Val.126.28.

Greek Monotonic

ἀποκοιμάομαι: Παθ. με Μέσ. μέλ.,
I. κοιμάμαι εκτός ή μακριά από το σπίτι μου, σε Πλάτ.
II. αποκοιμιέμαι για λίγο, παίρνω έναν υπνάκο, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκοιμάομαι:
1) подкрепляться сном, дремать Xen., Arph., Polyb., Plut.; οὐδὲν ἀποκοιμηθέντες Her. не сомкнув глаз;
2) спать вне дома Plat., Plut.

Middle Liddell


Pass.
I. to sleep away from home, Plat.
II. to get a little sleep, Hdt., Ar.