ἀπροφύλακτος

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροφύλακτος Medium diacritics: ἀπροφύλακτος Low diacritics: απροφύλακτος Capitals: ΑΠΡΟΦΥΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: aprophýlaktos Transliteration B: aprophylaktos Transliteration C: aprofylaktos Beta Code: a)profu/laktos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A not guarded against, unforeseen, Th.4.55. Adv. -τως D.C.38.41, Ach.Tat.8.1.    2 unguarded, Opp.H.5.106.    II Act., using no precautions, Hld.6.13.

German (Pape)

[Seite 340] 1) unbewacht. – 2) nicht verhütet, nicht vorhergesehen, Thuc. 4, 55. – Adv., D. Cass.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροφύλακτος: [ῠ], -ον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν προεφυλάχθη τις, ἀπροόρατος, ἀπρόοπτος, Θουκ. 4. 55: ― Ἐπίρρ. -τως Δίων Κ. 38. 41. 2) ἀφύλακτος, Ὀππ. Ἁλ. 5. 106. ΙΙ. ἐνεργητικ., ὁ μὴ λαμβάνων προφυλακτικὰ μέτρα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀχ. Τατ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(guerre) pour laquelle on n’a pas pris ses mesures, ses précautions.
Étymologie: ἀ, προφυλάσσω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῠ-]
I 1desguarnecido φορτίς Opp.H.5.106
de pers. desprevenido Πέρσαι Hld.6.13.2.
2 imprevisible πόλεμος Th.4.55, D.C.36.23.1, ἐρώτησις Const. en Eus.VC 2.70.
II adv. -ως de forma imprevista ἀ. αὐτὸν (πόλεμον) ποιησόμεθα D.C.38.41.7, τρίτην ἀ. ἔπαισε Ach.Tat.8.1.4, περὶ τοῦ μὴ ἀ. φθέγγεσβαι τοῖς ἁμαρτήσασι Ath.Al.M.28.380D.

Greek Monotonic

ἀπροφύλακτος: -ον (προφῠλάσσομαι), αυτός από τον οποίο δεν προφυλάχθηκε κάποιος, απρόοπτος, αιφνίδιος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπροφύλακτος: непредвиденный, неожиданный (πόλεμος Thuc.).

Middle Liddell

[προφυλάσσομαι]
not guarded against, unforeseen, Thuc.