ἐπεισπηδάω

From LSJ
Revision as of 14:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισπηδάω Medium diacritics: ἐπεισπηδάω Low diacritics: επεισπηδάω Capitals: ΕΠΕΙΣΠΗΔΑΩ
Transliteration A: epeispēdáō Transliteration B: epeispēdaō Transliteration C: epeispidao Beta Code: e)peisphda/w

English (LSJ)

   A leap in upon, τοὺς εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας -ῶντες ἐφόνευον X.Cyr.3.3.64; τῷ ἄρχειν usurp, Philostr.VA2.31, cf. Just.Nov.42 Pr.: abs., Ar.Eq.363, D.47.56, D.C.67.17.

German (Pape)

[Seite 912] noch dazu hineinspringen, εἰς τὰς τάφρους Xen. Cyr. 3, 3, 64; absol., Ar. Equ. 363; Dem. 47, 56, ins Haus.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισπηδάω: καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -ήσομαι, ἐπιπηδῶ ἐντός, τοὺς δ’ εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας ἐπεισπηδῶντες ἐφόνευον Ξεν. Κύρ. 3. 3. 64· μετὰ δοτ., ἐπεσπηδήσαντες τῷ ἄρχειν ξυνέσχον τὰ κοινὰ Φιλόστρ. σ. 73, 1, ἔκδ. Kayser, Ἀριστοφ. Ἱππ. 363, Δημ. 1156. 8, Δίων Κ. 67, 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s’élancer dans pour tomber sur.
Étymologie: ἐπί, εἰσπηδάω.

Greek Monotonic

ἐπεισπηδάω: μέλ. -ήσομαι, πηδώ πάνω σε, εἴς τι, σε Ξεν.· απόλ., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισπηδάω:
1) (вслед за кем-л.) соскакивать, спрыгивать (εἰς τὰς τάφρους Xen.);
2) устремляться, врываться Arph., Dem.

Middle Liddell

fut. -ήσομαι
to leap in upon, εἴς τι Xen.; absol., Ar.