ἐπιπαρανέω
From LSJ
English (LSJ)
A heap up still more besides, Th.2.77.
German (Pape)
[Seite 968] (s. νέω), noch mehr aufhäufen, Thuc. 2, 77.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπαρανέω: ἔτι μᾶλλον ἐπισωρεύω, Θουκ. 2. 77.
French (Bailly abrégé)
entasser encore par-dessus.
Étymologie: ἐπί, παρανέω.
Greek Monolingual
ἐπιπαρανέω (Α) παρανέω
συσσωρεύω, μαζεύω ακόμη περισσότερο («διὰ πολυχειρίαν ἐπιπαρένησαν», Θουκ.).
Greek Monotonic
ἐπιπαρανέω: επισωρεύω ακόμη περισσότερο, επισυσσωρεύω, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπαρανέω: (еще больше, сверх того) нагромождать, накоплять (sc. ὕλης φακέλλους Thuc.).