ὀρνιθίας

From LSJ
Revision as of 15:18, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνῑθίας Medium diacritics: ὀρνιθίας Low diacritics: ορνιθίας Capitals: ΟΡΝΙΘΙΑΣ
Transliteration A: ornithías Transliteration B: ornithias Transliteration C: ornithias Beta Code: o)rniqi/as

English (LSJ)

ου, ὁ, in pl., (sc. ἄνεμοι) annual winds in spring,

   A which brought the birds of passage, Hp.Epid.7.105, Democr.14, Arist.Mete.362a23, Mu.395a4 ; βορέαι PHib.27.59, cf. Gem.Calend.9, Adam.Vent.44 (νότοι ib.45): hence in Ar.Ach.877, χειμὼν ὀ. a tempest of birds, a fowl-wind.    II -ίας, α, ὁ, dealer in birds, Lib.Arg.D.19, Tz.H.6.56.

German (Pape)

[Seite 383] die Vögel betreffend, ἄνεμοι, οἱ, Nordwind im Frühling, mit dem die Zugvögel ankommen, Arist. mund. 4, 15; aber χειμὼν ὀρν., Ar. Ach. 842, ein Sturmwind, der die Vögel verscheucht.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθίας: -ου, ὁ· - ὀρνιθίαι ἄνεμοι, οἱ βόρειοι ἄνεμοι τοῦ χειμῶνος καὶ τοῦ ἔαρος, οἵτινες φέρουσι τὰ ἀποδημητικὰ πτηνά, Ἱππ. 1236Β, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 10, π. Κόσμου 4. 15· - ἐντεῦθεν ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 877, χειμὼν ὀρνιθίας, θύελλα ἐξ ὀρνίθων, ἄνεμος πλήρης ὀρνίθων. ΙΙ. ἔμπορος ὀρνίθων, Λιβαν. Ὑπόθεσ. εἰς Δημ. 334. 6, Τζέτζ. Ἱστ. 6. 56.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀρνιθίας)
άνεμος ο οποίος πνέει κατά την άνοιξη από βόρειες διευθύνσεις και οφείλει την ονομασία αυτή στην εντύπωση ότι διευκολύνει τα αποδημητικά πτηνά κατά τις μετακινήσεις τους προς τα νότια
μσν.
έμπορος πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + κατάλ. -ίας (πρβλ. κλιμακ-ίας)].

Russian (Dvoretsky)

ὀρνῑθίᾱς: ου adj. m птичий: ὀρνιθίαι ἄνεμοι Arst. птичьи ветры (дующие с севера зимой и весной, т. е. во время перелета птиц на юг); χειμὼν ὀ. Arph. разгоняющая птиц буря.