κελαινοφαής

From LSJ
Revision as of 16:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινοφᾰής Medium diacritics: κελαινοφαής Low diacritics: κελαινοφαής Capitals: ΚΕΛΑΙΝΟΦΑΗΣ
Transliteration A: kelainophaḗs Transliteration B: kelainophaēs Transliteration C: kelainofais Beta Code: kelainofah/s

English (LSJ)

ές,

   A black-gleaming, ὄρφνα κ. murky twilight, Ar.Ra. 1331 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1414] ές, schwarz, dunkel leuchtend, νυκτὸς κελ. ὄρφνα Ar. Ran. 1331.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινοφαής: -ές, ἀμυδρῶς φωτίζουσα, ὄρφνα κ., φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ σκοτεινὸν λυκόφως, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1331.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui brille d’une lueur sombre, glauque.
Étymologie: κελαινός, φάος.

Greek Monolingual

κελαινοφαής, -ές (Α)
αυτός που φωτίζει αμυδρά («ὦ Νυκτὸς κελαινοφαὴς ὄρφνα» — ώ σκοτεινό λυκόφως, ώ μαυροφώτεινο σκοτάδι της Νύχτας, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -φαής (< φάος «φως»), πρβλ. λαμπρο-φαής, ολιγο-φαής].

Greek Monotonic

κελαινοφαής: -ές (φάος), αυτός που φωτίζει αμυδρά, ὄρφνα κ., το σκοτεινό λυκόφως, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κελαινοφαής: темноблещущий, т. е. чуть озаренный, почти непроглядный (νυκτὸς ὄρφνα Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελαινοφαής -ές [κελαινός, φάος] donker glanzend.

Middle Liddell

κελαινο-φαής, ές φάος
black-gleaming, ὄρφνα κ. murky twilight, Ar.