πίκρα
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
ἡ, an
A antidote, 'higry-pigry' (i.e. ἱερὰ π.), Alex.Trall.7.6, Febr.6.
Greek (Liddell-Scott)
πίκρα: ἡ, ἀντίδοτον, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Τραλλ.
Greek Monolingual
η, Ν·1.η ιδιότητα του πικρού, η πικράδα («η πίκρα του κινίνου»)
2. η πικρία, η βαθιά λύπη («οπού το χαϊδανάστησα με πίκρες και με βάσανα», δημ. τραγούδι)
3. το φυτό κιχώριο, αλλ. πικράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. πικραίνω (πρβλ. γλυκαίνω > γλύκα)].