τύμμα

From LSJ
Revision as of 23:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύμμα Medium diacritics: τύμμα Low diacritics: τύμμα Capitals: ΤΥΜΜΑ
Transliteration A: týmma Transliteration B: tymma Transliteration C: tymma Beta Code: tu/mma

English (LSJ)

ατος, τό, (τύπτω)

   A blow, wound, A.Ag.1430 (lyr.); esp. a pick, sting, or snake-bite, Hp.Epid.7.37, Arist.HA624a16, Theoc.4.55, Androm. ap. Gal.14.33; τύμματα πληγῶν PSI5.455.16 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1161] τό, Schlag, Hieb, Wunde; ἔτι σε χρὴ στερομέναν φίλων τύμμα τύμματι τῖσαι, Aesch. Ag. 1405; Theocr. 4, 55; Nic. Th. 931; Opp. Hal. 2, 50; κέντρῳ τύμμα φέρεις, M. Arg. 2 (V, 32).

Greek (Liddell-Scott)

τύμμα: τό, (τύπτω), κτύπημα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1430, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10, Θεόκρ. 4. 55, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
coup, blessure.
Étymologie: τύπτω.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, ΜΑ
το αποτέλεσμα του τύπτω, πλήγμα, χτύπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυπ- του τύπτω + κατάλ. -μα με αφομοίωση του -π- σε -μ- (πρβλ. γράμ-μα)].

Greek Monotonic

τύμμα: -ατος, τό (τύπτω), χτύπημα, σε Αισχύλ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

τύμμα: ατος τό τύπτω удар рана Aesch., Arst., Theocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τύμμα -ατος, τό [τύπτω] slag, stoot, steek; spec. wond.

Middle Liddell

τύμμα, ατος, τό, τύπτω
a blow, Aesch., Theocr.