ἀερόμελι
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ιτος, τό,
A oak-manna, Amynt. ap. Ath.11.500d, cf. Gal.6.739.
German (Pape)
[Seite 42] ιτος, τό, Lufthonig, Manna, Athen. XI, 500 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀερόμελι: -ιτος, τό, ἡ τοῦ Οὐεργιλίου μελιτώδης δρόσος aërium mel (τινὲς λέγουσι τὸ μάννα), Ἀθήν. 500D. ὡσαύτως καὶ ὗον μέλι, καὶ δροσόμελι, Γαλην. VI, 399Ε.
Spanish (DGE)
-ιτος, τό
miel aérea sustancia dulce producida con hojas de cierto árbol, Amynt.1
•sustancia dulce que cae de los árboles como rocío ὀνομάζοντες δ' αὐτὸ δροσόμελί τε καὶ ἀερόμελι Gal.6.739.