πολύφιλος

From LSJ
Revision as of 13:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφῐλος Medium diacritics: πολύφιλος Low diacritics: πολύφιλος Capitals: ΠΟΛΥΦΙΛΟΣ
Transliteration A: polýphilos Transliteration B: polyphilos Transliteration C: polyfilos Beta Code: polu/filos

English (LSJ)

ον,

   A having many friends, dear to many, Pi.P.5.4, Lys.8.7, Arist.EN1170b23, Rh.1372a13, Him. Or.8.6.

German (Pape)

[Seite 676] Vielen befreundet, viele Freunde habend; vom Reichthum; Pind. P. 5, 4; Lys. 8, 7 u. Sp., wie Luc. Tox. 37.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφῐλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς φίλους, πολλοῖς ἀγαπητός, Πινδ. Π. 5. 5, Λυσ. 112. 43, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 10, 1, Πολιτικ. 5. 11, 12, κ. ἀλλ. ― Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 235.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup d’amis;
Cp. πολυφιλώτερος.
Étymologie: πολύς, φίλος.

English (Slater)

πολῠφῐλος
   1 with many friends πολύφιλον ἑπέταν (sc. πλοῦτον) (P. 5.4)

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφιλος, -ον, ΝΑ
πολύ αγαπητός, αυτός που έχει πολλούς φίλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φίλος (πρβλ. ά-φιλος)].

Greek Monotonic

πολύφῐλος: -ον, αγαπητός στους πολλούς, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

πολύφῐλος: имеющий многих друзей Pind., Lys. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφιλος -ον [πολύς, φίλος] met velen bevriend.

Middle Liddell

πολύ-φῐλος, ον,
dear to many, Pind.