βρωτικός

From LSJ
Revision as of 14:54, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρωτικός Medium diacritics: βρωτικός Low diacritics: βρωτικός Capitals: ΒΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: brōtikós Transliteration B: brōtikos Transliteration C: vrotikos Beta Code: brwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to eat, voracious, Arist.GA745a29, PA682a17 (Comp.), Fr.231 (Sup.), Plu.2.352f (Comp.). Adv. -κῶς, ἔχειν EM 485.17, Eust.966.4, etc.    II promoting this inclination, δυνάμεις dub. l. in Chrysipp.Stoic.3.199 (ἐρωτικαί Coraes).    III gnawing, ἄλγημα Hp.Epid.7.52.

German (Pape)

[Seite 467] zum Essen gehörig; δυνάμεις, Eßlust erregende Arzneimittel, Chrysipp. bei Ath. VIII, 335 d, – βρωτικώτερον Poll. 6, 39.

Greek (Liddell-Scott)

βρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν πρὸς βρῶσιν, ἀδηφάγος, Ἀριστ. Προβλ. 23. 39, π. Ζ. Γ. 4. 5, κτλ. ΙΙ. ὁ προάγων τὴν τάσιν ταύτην, ὀρεκτικός, δυνάμεις Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335Ι).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 vorace;
2 corrosif.
Étymologie: βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que consume, devorador, ἄλγημα Hp.Epid.7.52.
2 voraz (ζῷα) Arist.PA 682a17, cf. GA 745a29, Fr.231, Plu.2.635a, 352f.
II adv. -ῶς con hambre β. ἔχω estoy hambriento Eust.966.4.

Greek Monolingual

βρωτικός, -ή, -όν (Α) βρωτός
1. εκείνος που έχει την τάση να τρώει συχνά, αδηφάγος
2. ορεκτικός.

Russian (Dvoretsky)

βρωτικός: прожорливый Arph., Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρωτικός -ή -όν βρωτός etend, geneesk., van pijn knagend.